εξεπίτηδες

εξεπίτηδες
και ξεπίτηδες (Α ἐξεπίτηδες) [επίτηδες]
επίρρ.
1. σκόπιμα, εκ προθέσεως
2. με προμελετημένο και συνήθως κακό σκοπό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐξεπίτηδες — on purpose indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἀξεπίτηδες — ἐξεπίτηδες , ἐξεπίτηδες on purpose indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • начинаниѥ — НАЧИНАНИ|Ѥ (73), ˫А с. 1.Действие по гл. начинати в 1 знач.: по коѥиждо ѹставлѥнѣ слѹжьбѣ и дѣлѹ начи||нанию положи же ѹбо заповѣди написаны. (ἐγχείρησιν) ЖФСт XII, 79 об.–80; и елиньскыихъ начинании вьсѧ вьсьде отъ цр҃кве. отъмѣтати. заповѣдаѥмъ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ξεπίτηδες — βλ. εξεπίτηδες …   Dictionary of Greek

  • οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον …   Dictionary of Greek

  • τυχαίος — α, ο / τυχαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που συμβαίνει κατά τύχην, από σύμπτωση, απρόβλεπτος, μη σκόπιμος (α. «τυχαίο γεγονός» β. «τυχαία συνάντηση» γ. «ἀκούσιον καὶ οὐκ ἐξεπίτηδες γεγονέναι τὴν ἀπάντησιν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ασήμαντος, μηδαμινός («δεν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”